- ατομιστής
- οθηλ. -ίστρια ο ατομικιστής (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ατομιστής — ο (θηλ. στρια, η) ο ατομικιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άτομο. Η λ. στον πληθ., με διάφορο όμως τονισμό, ατομίσται, οι, μαρτυρείται στον Χριστόδ. Ακαρνάνα] … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek